ψυχικη υγεια
- EN
- ΕΛ
Η Ψυχική Υγεία Των Ελλήνων Στα Χρόνια Της Κρίσης
Πόσο και πώς επηρέασε η κρίση την
ψυχική υγεία των Ελλήνων; Αυξήθηκαν τα ποσοστά κατάθλιψης; Τι συνέβη με
το πολυσυζητημένο ζήτημα των αυτοκτονιών; Μια καταγραφή των
βιβλιογραφικών δεδομένων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (2010), στον πίνακα 1 εμφανίζεται ο αριθμός των εξελθόντων ασθενών με ψυχικές διαταραχές κατά τα έτη 2000 και 2010 στην Ελλάδα.
Η Υγεία Των Ελλήνων Και Η Κρίση – Μια Έρευνα
Οικονομική Κρίση και Ψυχική Υγεία
Είναι γνωστό πως η εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας σχετίζεται με πλείστους κοινωνικούς και οικονομικούς καθοριστικούς παράγοντες, όπως η φτώχεια, οι στερήσεις και οι ανισότητες. Δεδομένου ότι υπάρχει αύξηση των προαναφερθέντων παραγόντων σε περιόδους οικονομικής κρίσης, είναι αναμενόμενο πως τίθεται σε υψηλότερο κίνδυνο και η ψυχική υγεία του πληθυσμού. Οι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με συνθήκες, όπως η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας.
Η Μαρίνα Οικονόμου - Λαλιώτη, Αναπλ. Καθηγήτρια Ψυχιατρικής, σχολιάζει τις επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική υγεία των Ελλήνων.
Σε έρευνα του Ευρωβαρομέτρου το 2010, παρατηρήθηκε μεταξύ των Ελλήνων ερωτηθέντων η μεγαλύτερη μείωση
(18 ποσοστιαίων μονάδων), αυτών που δήλωσαν ότι νιώθουν χαρούμενοι
πάντα ή τον περισσότερο καιρό κατά τη διάρκεια του μήνα που προηγήθηκε
της μελέτης, σε σύγκριση με το 2006 (2006: 61%, 2010: 43%)2-3.
Επίσης, στην Ελλάδα υπήρξε και η μεγαλύτερη μείωση, με πτώση 12
ποσοστιαίων μονάδων, αυτών που δήλωσαν ότι ένιωθαν ήρεμα και γαλήνια
πάντα ή τον περισσότερο καιρό κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα,
καθώς το 2006 ήταν 58%, ενώ το 2010 46%2-3.Σύμφωνα με μελέτη βασισμένη σε δεδομένα δύο συγχρονικών ερευνών που έγιναν στην Ελλάδα το 2006 και το 2011 αντίστοιχα, αξιολογήθηκε η ύπαρξη καταθλιπτικής συμπτωματολογίας βάσει αυτό-αναφοράς (self-reported frequency of depressive symptoms-SRD) των συμμετεχόντων για τις τελευταίες 4 εβδομάδες πριν τη διεξαγωγή της έρευνας4. Το ποσοστό των ανθρώπων που ένιωθαν λυπημένοι ή μελαγχολικοί τις προηγούμενες 4 εβδομάδες ήταν 19,8% και ήταν το ίδιο μεταξύ των δύο ερευνών το 2006 και 2011, κάτι που μπορεί να οφείλεται στο γεγονός πως οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης εμφανίζονται κάποια χρόνια αργότερα από την έναρξή της. Τα άτομα με υψηλότερο εισόδημα και υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο είχαν μειωμένη πιθανότητα να είναι λυπημένοι ή μελαγχολικοί πιο συχνά. Οι άνεργοι συμμετέχοντες σε σύγκριση με τους εργαζόμενους παρουσίασαν αυξημένη πιθανότητα να είναι λυπημένοι ή μελαγχολικοί πιο συχνά.
Το ίδιο βρέθηκε να ισχύει και για τις γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη. Τα άτομα που δεν έπασχαν από κάποιο χρόνιο νόσημα σε σύγκριση με τους χρονίως πάσχοντες είχαν μειωμένη πιθανότητα να είναι λυπημένοι ή μελαγχολικοί πιο συχνά. Όσον αφορά στην οικογενειακή κατάσταση, οι άγαμοι συμμετέχοντες είχαν, επίσης, μικρότερη πιθανότητα να δηλώσουν καταθλιπτικά συμπτώματα σε σύγκριση με τους παντρεμένους, ενώ για τους χήρους/-ες και διαζευγμένους η πιθανότητα αυτή ήταν αυξημένη. Τέλος, τα άτομα ήταν πιο πιθανό να δηλώσουν πως ένιωθαν λυπημένοι ή μελαγχολικοί το 2011, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, σε σύγκριση με το 2006.
Μία διαχρονική έρευνα εξέτασε τη συσχέτιση της ανεργίας με την αυτό-αναφερόμενη υγεία και ψυχική υγεία από το 2008 έως το 2011. Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν πως η ανεργία επιφέρει επιδείνωση της υγείας και της ψυχικής υγείας, κυρίως την περίοδο 2010-20135 κατά την οποία η ανεργία ήταν πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με την περίοδο 2008-2009. Η υγεία και η ψυχική υγεία των γυναικών βρέθηκε να έχει υποστεί μεγαλύτερη επιδείνωση λόγω της ανεργίας σε σύγκριση με τους άνδρες, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης5. Διαφαίνεται λοιπόν πως οι ραγδαίες κοινωνικό-οικονομικές αλλαγές μπορούν να βλάψουν τη ψυχική υγεία εκτός κι αν βελτιωθούν μέσω κατάλληλων κοινωνικών πολιτικών6. Η χρηματοδότηση, ωστόσο, για την ψυχική υγεία μειώνεται από το 20107.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων σε 5.000 άτομα, 18-74 ετών, μέσω συνεντεύξεων (Ιούλιος 2009 –Ιανουάριος 2010), βρέθηκε πως τα άτομα που αντιμετώπιζαν αυξημένες οικονομικές δυσκολίες διέτρεχαν 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να παρουσιάσουν σοβαρή ψυχοπαθολογία8. Οι εργαζόμενοι εμφάνιζαν τη χαμηλότερη συχνότητα σοβαρής ψυχοπαθολογίας, ενώ οι άνεργοι διέτρεχαν διπλάσιο κίνδυνο να την εμφανίσουν και ήταν 2,5 φορές πιο πιθανό να έχουν ιδέες αναξιότητας για τη ζωή8.
Κατάθλιψη
Όσον αφορά στην επικράτηση της κατάθλιψης στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε πανελλαδική τηλεφωνική έρευνα δύο φάσεων το 2008 και το 2009, έχοντας ως στόχο τη διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης μεταξύ της οικονομικής κρίσης και του Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου (ΜΚΕ)9. Ο επιπολασμός του Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου κατά τον τελευταίο μήνα, το 2008, ήταν 3,3%, ενώ το 2009 6,8%, που σημαίνει πως αυξήθηκε κατά 2,1 φορές (p<0,0001)9. Τα άτομα που είχαν υψηλό βαθμό οικονομικής δυσχέρειας διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν Μείζον Καταθλιπτικό Επεισόδιο. Και στις δύο φάσεις της έρευνας οι γυναίκες, τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, οι χήροι/-ες και οι διαζευγμένοι, τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, αυτοί που ζουν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, τα άτομα χαμηλού κοινωνικού-οικονομικού επιπέδου, καθώς και οι άνεργοι εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου κατά τον τελευταίο μήνα, σε σύγκριση με άλλες δημογραφικές ομάδες9. Το 2008, 2,4% των συμμετεχόντων με μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο, ανέφεραν αυτοκτονικό ιδεασμό, ενώ το 2009 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 5,2%. Το 2008, 0,6% ανέφεραν ότι έκαναν πρόσφατα απόπειρα αυτοκτονίας σε σύγκριση με το 2009 όπου το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 1,1%9.Συγκρίνοντας το 2009 με το 2011, παρατηρείται μία τάση αύξησης του επιπολασμού ενός μήνα της μείζονος κατάθλιψης 20,6% όχι όμως σε στατιστικά σημαντικό βαθμό11. Αναφορικά με τις πληθυσμιακές ομάδες, παρατηρείται πως στα άτομα άνω των 45 ετών, τα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και οι άνεργοι εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα νόσησης από μείζονα κατάθλιψη, ενώ στην ηλικιακή κατηγορία 25-44 ετών, τα άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και οι εργαζόμενοι, από διαταραχή γενικευμένου άγχους11. Οι έγγαμοι εν μέσω της οικονομικής κρίσης, φαίνεται να εμφανίζουν υψηλές πιθανότητες νόσησης και από τις δύο διαταραχές11. Βρέθηκε, επίσης, συσχετισμός της οικονομικής δυσχέρειας με την εμφάνιση της μείζονος κατάθλιψης, αλλά κάτι αντίστοιχο δεν βρέθηκε για τη διαταραχή γενικευμένου άγχους11. Σε αντίστοιχη μελέτη, ο επιπολασμός της μείζονος κατάθλιψης για το 2013 είχε ανέλθει στο 12,3%12.
Με τους προστατευτικούς παράγοντες, τόσο η διαπροσωπική όσο και η θεσμική εμπιστοσύνη, που περιλαμβάνονται στην έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, βρέθηκαν να λειτουργούν προστατευτικά προς την παρουσία της μείζονος κατάθλιψης αλλά όχι και της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής για τους ανθρώπους με χαμηλό δείκτη οικονομικής δυσχέρειας14. Για τους ανθρώπους, ωστόσο, που βιώνουν υψηλό δείκτη οικονομικής δυσχέρειας, η διαπροσωπική και η θεσμική εμπιστοσύνη δεν φάνηκε να συσχετίζεται με την παρουσία καμίας εκ των δύο διαταραχών14.
Τα άτομα που ανέφεραν αυτοκτονικό ιδεασμό το 2009, ήταν 5,2% και ανήλθαν στο 6,7% το 2011 (p=0,04), με σημαντική αύξηση να παρατηρείται στους άνδρες με 4,4% και 7,1% για τα αντίστοιχα έτη (p=0,0011) και στους συμμετέχοντες 55-64 ετών (1,9% και 7,2% αντίστοιχα, p=0,0011)15. Βασικοί προβλεπτικοί παράγοντες αυτοκτονικού ιδεασμού, το 2011, ήταν η παρουσία μείζονος κατάθλιψης κατά τον προηγούμενο μήνα, η οικονομική δυσχέρεια, το ιστορικό προηγούμενων αποπειρών αυτοκτονίας, το φύλο (άνδρες) και η οικογενειακή κατάσταση (έγγαμοι)15. Σημειώθηκε, επίσης, αύξηση 36% των ατόμων που δήλωσαν ότι έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας κατά το μήνα πριν την διεξαγωγή της έρευνας από 1,1% το 2009 σε 1,5% το 201116-17. Επίσης, ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ατόμων με υψηλό δείκτη οικονομικής δυσχέρειας είχαν κάνει απόπειρα σε σύγκριση με αυτούς που είχαν χαμηλό δείκτη (10% και 0,6% αντίστοιχα, p<0,001) και παρουσίαζαν σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονικό ιδεασμό κατά τον μήνα πριν την έρευνα (21,2% και 7,4% αντίστοιχα, p<0,001)16-17.
Το Ελληνικό Ίδρυμα Υγείας (Ε.Ι.Υ.) σε συνεργασία με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων του Υπουργείου Υγείας (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ) διεξήγαγε κατά, την περίοδο 2013-2014, το πρόγραμμα με τίτλο «ΥΔΡΙΑ: Πρόγραμμα και στοχευόμενη δράση για την υγεία και τη διατροφή του Ελληνικού πληθυσμού: ανάπτυξη και εφαρμογή μεθοδολογίας και Αποτύπωση»19. Πρόκειται για ένα πανελλαδικό πρόγραμμα, το οποίο εξέτασε με προτυποποιημένες διαδικασίες την υγεία και τη διατροφή του πληθυσμού στην Ελλάδα και στο οποίο συμμετείχε τυχαίο δείγμα 4.011 ατόμων 18 ετών και άνω από όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 7% του πληθυσμού δήλωσε πως έχει ή είχε χρόνια κατάθλιψη, μία στις δέκα γυναίκες δήλωσε πως πάσχει ή έπασχε από χρόνια κατάθλιψη, ενώ το ποσοστό των γυναικών που δήλωσαν
ότι πάσχουν από χρόνια κατάθλιψη είναι 4 φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανδρών. Τέλος, βρέθηκε πως ο επιπολασμός της χρόνιας κατάθλιψης αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας (Σχήμα 3)19.
Κατάθλιψη δήλωσε το 4,7% του πληθυσμού, ποσοστό αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009 (2,6%), εκ των οποίων οι 3 στους 10 ήταν άνδρες (32,8%) και οι 7 γυναίκες (67,2%). Από την έρευνα βρέθηκε, επίσης, πως το 7,6% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω, πάσχει από αγχώδεις διαταραχές και το 1,7% από άλλες ψυχικές διαταραχές20.
Το 92,8% του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω απάντησε με σαφήνεια, χωρίς δηλαδή να δώσει απαντήσεις «δεν γνωρίζω»/ «δεν είμαι σίγουρος-η»/ «δεν απαντώ», σε όλα τα υποερωτήματα της ενότητας της ψυχικής υγείας. Από αυτούς το 62,2% απάντησε αρνητικά σε όλα τα υποερωτήματα της ενότητας, ενώ το 37,8% δήλωσε ότι βίωσε τουλάχιστον ένα από τα «αρνητικά» συναισθήματα / καταστάσεις σε συχνότητα: «αρκετές ημέρες», «περισσότερες από τις μισές ημέρες» ή «σχεδόν κάθε ημέρα», κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες πριν τη διενέργεια της έρευνας20.
Το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω, κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου προ της διενέργειας της έρευνας, επισκέφθηκε ψυχίατρο ή ψυχολόγο για πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, εκ των οποίων το 3,2% ήταν άνδρες και το 6,0% ήταν γυναίκες20.
Σχετικά με τον αυτοκτονικό ιδεασμό και τη συχνότητα εμφάνισής του, βρέθηκε πως το 3,4% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω, απάντησε με σαφήνεια στο υποερώτημα της ψυχικής υγείας για την ύπαρξη «σκέψεων ότι θα ήταν καλύτερα να μη ζει ή να βλάψει τον εαυτό του» κατά τις τελευταίες 2 εβδομάδες πριν τη διεξαγωγή της έρευνας20.
Αυτοκτονίες
Τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας, έχει υπάρξει μεγάλη ανησυχία για την αύξηση των αυτοκτονιών και των αποπειρών αυτοκτονίας με πολλούς ερευνητές να αναφέρονται σε ποικίλα στοιχεία που συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, τα οποία ανέρχονταν στο 2,9/100.000 κατοίκους, κάτι που μπορεί να οφειλόταν όμως και στη μειωμένη αναφορά και καταγραφή των περιστατικών21.H Eλλάδα καταγράφεται μεταξύ των χωρών με τους χαμηλότερους δείκτες αυτοκτονιών στην έκθεση του ΟΟΣΑ.Όπως φαίνεται και από πιο πρόσφατα δεδομένα του ΟΟΣΑ στο Σχήμα 4, η Ελλάδα μαζί με άλλες χώρες της Νοτίου Ευρώπης (Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία) καταγράφεται μεταξύ των χωρών με τους χαμηλότερους αριθμούς αυτοκτονιών στην Έκθεση του ΟΟΣΑ22.
O αριθμός των αυτόχειρων αντρών είναι σχεδόν τετραπλάσιος από τις αυτόχειρες γυναίκες, γεγονός που παρατηρείται και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Μ. Βρετανία, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Ρουμανία,
κ.λπ.)22
Σε μία διαχρονική σύγκριση, από το 1990 έως το 2012, των προτυποποιημένων κατά ηλικία ποσοστών αυτοκτονιών ανά 100.000 πληθυσμού μεταξύ επιλεγμένων χωρών του ΟΟΣΑ, παρατηρείται πως τα ποσοστά για τη χώρα μας ήταν σημαντικά χαμηλότερα κατά τη διάρκεια αυτών των ετών σε σχέση με αυτά των συγκρινόμενων χωρών (Εσθονία, Φινλανδία, Ουγγαρία) καθώς και του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (Σχήμα 7)23.
Στην Ελλάδα, έχουν πραγματοποιηθεί και πλείστες έρευνες τα τελευταία χρόνια, από τις οποίες διαφαίνεται αύξηση των ποσοστών των αυτοκτονιών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Σε μία από αυτές τις μελέτες υπολογίστηκαν τα ποσοστά αυτοκτονιών στην Ελλάδα σε σχέση με το φύλο και την ηλικία για την περίοδο 2003 έως 2010 χρησιμοποιώντας, ως βάση, δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής25. Εντός της υπό μελέτη χρονικής περιόδου, μελετήθηκαν τα διαστήματα 2003-2010 προ της κρίσης και 2011-2012 κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Σε άλλη έρευνα που αφορούσε τη διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ των δεικτών αυτοκτονίας (αυτοκτονίες/100.000 κατοίκους) και τον αριθμό των ειδικών ψυχικής υγείας, των δημόσιων δομών ψυχικής υγείας και των ειδικών παροχής πρωτοβάθμιας υγείας, την περίοδο 2002 έως 2009, βρέθηκε πως οι άνδρες είχαν συστηματικά υψηλότερους δείκτες αυτοκτονιών σε σχέση με τις γυναίκες (U=7,20, p<0,001)26. Για την υπό μελέτη περίοδο, ο δείκτης για τους άνδρες ήταν 2,60 και για τις γυναίκες 0,67. Από την έρευνα προέκυψε, επίσης, πως ο αυξημένος αριθμός αυτοκτονιών κατά το έτος 2009 αφορούσε και τα δύο φύλα26. Τέλος, βρέθηκε πως οι δείκτες αυτοκτονίας συσχετίζονταν αντίστροφα με τον αριθμό ειδικών ψυχικής υγείας, με τον αριθμό
των ειδικών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και με τον αριθμό των δημόσιων δομών ψυχικής υγείας26.
Αντίστοιχη μελέτη διερεύνησε κατά πόσο δύο ισχυροί οικονομικοί δείκτες, το ποσοστό της ανεργίας και η μεταβολή του μέσου εισοδήματος κατά την τελευταία 20ετία, συσχετίζονται με μία σειρά δεικτών ψυχικής υγείας, οι οποίοι ήταν οι εισαγωγές σε ψυχιατρική κλινική, οι επισκέψεις σε εξωτερικά ιατρεία και επείγοντα ψυχιατρικών κλινικών, οι αυτοκτονίες, οι ανθρωποκτονίες, η θνησιμότητα και τα διαζύγια κατά την τελευταία 10ετία27. Σημαντική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ του ποσοστού ανεργίας και των επισκέψεων στα Εξωτερικά Ιατρεία (R2=0,40, p=0,001) και στο Τμήμα Επειγόντων (R2=0,49, p=0,0002) του Αιγινητείου Νοσοκομείου, ενώ το μέσο εισόδημα φάνηκε, επίσης, να συσχετίζεται θετικά με επισκέψεις στα Εξωτερικά Ιατρεία (R2=0,45, p<0,001) και τα Επείγοντα του νοσοκομείου (R2=0,37, p=0,004)27. Οι ερευνητές αναφέρουν πως τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν πως η χρήση υπηρεσιών υγείας του Αιγινητείου φάνηκε να συσχετίζεται όχι μόνο με αρνητικούς οικονομικούς δείκτες, όπως είναι η ανεργία, αλλά και με θετικούς, όπως η αύξηση του εισοδήματος.
Η πιθανή ερμηνεία είναι πως, δεδομένου ότι το μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης έδειξε ότι οι δύο οικονομικοί δείκτες σχετίζονται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο με τους υπό μελέτη δείκτες ψυχικής υγείας, η ανεργία και το μέσο εισόδημα επιδρούν σε διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού και αντανακλούν τα διαφορετικά αίτια που μπορεί να τους ωθούν στη χρήση των συγκεκριμένων υπηρεσιών27. Σημαντική αρνητική συσχέτιση προέκυψε και μεταξύ του μέσου εισοδήματος και του ποσοστού αυτοκτονιών (R2=0,37, p=0,007) κάτι που σημαίνει πως η μείωση του μέσου εισοδήματος συσχετίστηκε με αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών, ενώ αντίστοιχα η αύξησή του συνοδεύεται από μείωση των θανάτων από αυτοκτονία στην ηλικιακή ομάδα 15 έως 70 ετών27. Η ανεργία, ωστόσο, δεν φάνηκε να συσχετίζεται στην παρούσα έρευνα με τον αριθμό των αυτοκτονιών αλλά με αυτόν των ανθρωποκτονιών. Η μη εύρεση συσχέτισης της ανεργίας με τις αυτοκτονίες πιθανόν να οφείλεται, σύμφωνα με τους ερευνητές, στις βραχυπρόθεσμες ακόμη συνέπειες της κρίσης καθώς και στην παρουσία παραδοσιακών δομών κοινωνικής μέριμνας27.
και τους έγγαμους, χήρους/-ες και διαζευγμένους (p=0,02) μεταξύ των αποπειραθέντων28.
Σύμφωνα με μία άλλη αναδρομική εργασία από την Α’ Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τη δεκαετία 2001-2011, καταγράφηκαν συνολικά 4.133 αυτοκτονίες στην Ελλάδα29. Οι αυτόχειρες άντρες ήταν 3.423 (82,8%), ενώ οι γυναίκες 710 (17,2%). Οι θάνατοι από αυτοκτονία ήταν μόνον 0.35% του συνόλου των θανάτων στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο29.
Στον πίνακα 3 εμφανίζεται ο γενικός πληθυσμός της Ελλάδας, ο απόλυτος αριθμός αυτοκτονιών, τα ειδικά ποσοστά αυτοκτονιών ανά φύλο (δηλ. ο αριθμός αυτοκτονιών ανά 100.000 κατοίκους) και η αναλογία αυτόχειρων αντρών/γυναικών για τη δεκαετία 2001-201129.
Από την ίδια μελέτη, επισημαίνεται ότι ο απόλυτος αριθμός αυτοκτονιών κατά το έτος 2011 ήταν 477 (SSR=4,22) και ο αριθμός των αρρένων αυτόχειρων 393 (SSR=7,02), που αποτελούν τους μεγαλύτερους αριθμούς αυτοκτονιών που καταγράφηκαν στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες29. Αναφέρεται, επίσης, ότι στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής (όπου είναι το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας), ο αριθμός των αυτοκτονιών κατά τη διάρκεια της κρίσης αυξήθηκε από 111 (SSR=2,73) σε 172 (SSR=4,18), ο μεγαλύτερος αριθμός που καταγράφηκε την τελευταία δεκαετία. Ουσιαστικά, κατά την περίοδο της κρίσης, οι αυτοκτονικές συμπεριφορές αυξήθηκαν κατά 53% στην περιοχή της Αθήνας29.
Ένα γεγονός σχετιζόμενο με την ευημερία, που ήταν η υιοθέτηση του ευρώ στην Ελλάδα, σηματοδότησε μία σημαντική αλλά προσωρινή μείωση των αυτοκτονιών στους άνδρες (-27,1%, p<0,05)30. Σύμφωνα με άλλη έρευνα βρέθηκε πως η δημοσιονομική λιτότητα (μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες), τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και η αρνητική οικονομική ανάπτυξη οδηγούν σε σημαντική αύξηση των συνολικών ποσοστών αυτοκτονιών στην Ελλάδα. Οι συνέπειες της δημοσιονομικής λιτότητας και της αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης σχετίζονται με το φύλο, καθώς αυξάνουν σημαντικά τα ποσοστά αυτοκτονιών των ανδρών, ενώ η δημοσιονομική λιτότητα σχετίζεται και με την ηλικία, γιατί επηρεάζει κυρίως τα άτομα που είναι 45 έως 89 ετών.
Σχετικά με τα ποσοστά θνησιμότητας από αυτοκτονίες, άλλοι ερευνητές αναφέρουν αύξηση κατά 16,2% από το 2007 έως το 2009 (από 2,6 σε 3,02/100.000 κατοίκους)32, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως αυξήθηκαν κατά 17% για την ίδια χρονική περίοδο33. Σύμφωνα με δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, μελετητές σημειώνουν αύξηση της τάξεως του 19% των ολοκληρωμένων αυτοκτονιών πανελλαδικά από το 2007 έως το 200934 και αύξηση του μέσου ποσοστού αυτοκτονιών για τους άνδρες κατά 18% για την περίοδο 2009-2011 σε σύγκριση με την περίοδο 2006-200835. Σε άλλες έρευνες πάλι, αναφέρεται αύξηση 20% μεταξύ 2007 και 2010 του ποσοστού θνησιμότητας από αυτοκτονία στους άνδρες κάτω των 65 ετών ακολουθώντας τη σημαντική αύξηση της ανεργίας στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα36. Η αύξηση αυτή συνάδει με τις τάσεις που παρατηρούνται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπου, επίσης, αυξάνονται τα ποσοστά αυτοκτονιών, κυρίως στα κράτη που πλήττονται περισσότερο από απότομη αύξηση της οικονομικής ανασφάλειας37.
Εκτός όλων των ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τα ποσοστά αυτοκτονιών στην Ελλάδα, η Ελληνική Στατιστική Αρχή εξέδωσε πρόσφατα εκθέσεις για τα αίτια θανάτου για το 2012 και 2013, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και οι αυτοκτονίες. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα38-39.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται, βάσει και πάλι των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, οι αυτοκτονίες για το έτος 2013, ανά ηλιακή ομάδα και ανά φύλο20.
Σε πιο πρόσφατη έρευνά τους, ωστόσο, οι συγκεκριμένοι ερευνητές βρήκαν πως οι απόπειρες αυτοκτονίας συσχετίζονται αρνητικά και oι ολοκληρωμένες αυτοκτονίες θετικά με την ανεργία44. Η έρευνα που πραγματοποίησαν στόχευε στον υπολογισμό των ποσοστών αυτοκτονιών (απόπειρες και ολοκληρωμένες) ανά έτος στην Θεσσαλονίκη για την περίοδο 2000-2012 και το συσχετισμό τους με την ανεργία44. Τα ποσοστά αποπειρών ήταν υψηλότερα κατά την περίοδο 2006-2009 χωρίς να υπάρχει σαφής τάση σε σχέση με το χρόνο. Η αρνητική συσχέτιση της ανεργίας με τις απόπειρες αυτοκτονίας πιθανόν εξηγεί την αύξηση των ποσοστών αποπειρών κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο44.
Σε συνάφεια με τα παραπάνω, άλλοι ερευνητές αναφέρουν πως, σύμφωνα με δεδομένα του ΠΟΥ, το 2009 στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί το έτος έναρξης της οικονομικής κρίσης, ο αριθμός των αυτοκτονιών ήταν ίδιος με το 2000 και το 200645 ενώ αυξομειώσεις της τάξεως του 20% εμφανίζονται και σε έτη προ κρίσης, χωρίς βέβαια να αγνοείται το πρόβλημα της χαμηλής ποιότητας των ελληνικών δεδομένων46. Τέλος, τονίζεται, επίσης, πως τα ποσοστά αυτοκτονιών τείνουν να αυξάνονται και σε ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση και τη λιτότητα, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, η Ολλανδία, η Νορβηγία46.
Συμπεράσματα
- Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με το χαμηλότερο προτυποποιημένο ποσοστό θνησιμότητας (0-9.02)/100.000 πληθυσμού εξαιτίας ψυχιατρικών και συμπεριφορικών διαταραχών.
- Κατά τη δεκαετία 2000-2010, με βάση τον αριθμό των εξελθόντων ασθενών με ψυχικές διαταραχές στην Ελλάδα, παρατηρείται αύξηση του ποσοστού γεροντικών και προγεροντικών οργανικών ψυχωτικών καταστάσεων κατά 77%, των συναισθηματικών ψυχώσεων κατά 34%, του συνδρόμου αλκοολικής εξάρτησης κατά 51% και της φαρμακευτικής εξάρτησης κατά 33%.
- Οι θάνατοι από αυτοκτονίες στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αυξάνουν σημαντικά από 377 το 2010 σε 533 το 2013. Η αύξηση μεταξύ του 2011 και 2012 ήταν 6,5% και μεταξύ του 2012 και 2013 ήταν 4,9%.
- Η Ελλάδα διαθέτει από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με την έκθεση Health at a Glance του 2015 του ΟΟΣΑ, το προτυποποιημένο κατά ηλικία ποσοστό αυτοκτονιών ανά 100.000 πληθυσμού για την Ελλάδα το έτος 2013 ήταν
4,2%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 12,0%. - Σε διαχρονική σύγκριση, από το 1990 έως το 2012, μεταξύ επιλεγμένων χωρών του ΟΟΣΑ, παρατηρείται πως τα ποσοστά για τη χώρα μας ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με αυτά των συγκρινόμενων χωρών (Εσθονία, Φινλανδία, Ουγγαρία) καθώς και του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
- Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία, και κυρίως στο ποσοστό των αυτοκτονιών, φαίνεται να επιφέρονται μέσω παραγόντων όπως η ανεργία, το μέσο εισόδημα, η οικονομική ανάπτυξη, η δημοσιονομική λιτότητα, τα γεγονότα που σχετίζονται με τη λιτότητα. Ωστόσο, η διατύπωση αιτιακών σχέσεων αποδεικνύεται περίπλοκη και συχνά είναι δύσκολο να περιγραφούν και να ερμηνευτούν οι σχετιζόμενοι μηχανισμοί.
- Τα ποσοστά αυτοκτονιών των ανδρών φαίνεται από τις έρευνες να είναι υψηλότερα έναντι των γυναικών, ενώ σε γενικές γραμμές αυξάνονται περισσότερο εν μέσω οικονομικής κρίσης.
- Πανελλαδικές επιδημιολογικές μελέτες καταγράφουν αύξηση της μείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008, σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013.
- Σύμφωνα με το πρόγραμμα ΥΔΡΙΑ (2013-2014), το 7% του πληθυσμού δήλωσε πως έχει ή είχε χρόνια κατάθλιψη, μία στις δέκα γυναίκες δήλωσε πως πάσχει ή έπασχε από χρόνια κατάθλιψη, ενώ το ποσοστό των γυναικών που δήλωσαν ότι πάσχουν από χρόνια κατάθλιψη είναι 4 φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανδρών. Βρέθηκε πως ο επιπολασμός της χρόνιας κατάθλιψης αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας.
- Η αύξηση του επιπολασμού της κατάθλιψης με την αύξηση της ηλικίας, επιβεβαιώθηκε και από την Έρευνα Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ για το έτος 2014. Στη συγκεκριμένη έρευνα, κατάθλιψη δήλωσε το 4,7% του πληθυσμού, ποσοστό αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009 (2,6%).
- Ο υψηλός βαθμός οικονομικής δυσχέρειας φαίνεται να συσχετίζεται σημαντικά με την επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης.
- Ενώ σε παλαιότερες έρευνες η μείζονα κατάθλιψη φαινόταν να επηρεάζει περισσότερο τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και τους άγαμους, σε πιο πρόσφατες αυτό αλλάζει και τα άτομα νεότερης ηλικίας και οι έγγαμοι φαίνονται πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση μείζονος κατάθλιψης.
- Στο πλαίσιο της μελέτης Ε.ΜΕ.ΝΟ, που πραγματοποιήθηκε το 2014, βρέθηκε πως το ποσοστό των ατόμων με συμπτώματα κατάθλιψης ανήλθε στο 16% και εκείνων με συμπτώματα άγχους στο 24%, τα οποία είναι ανησυχητικά υψηλά και, σύμφωνα με τους ερευνητές, ενδεικτικά μεγάλης και συνεχούς διαχρονικής αύξησης. Επίσης, στο πλαίσιο της μελέτης επιβεβαιώθηκε η συσχέτιση του άγχους και της κατάθλιψης με την ανεργία.
- Αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης διαταραχής γενικευμένου άγχους εμφανίζονται να έχουν οι άνδρες, τα άτομα 25-44 ετών με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, οι έγγαμοι και οι εργαζόμενοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου